- ανεξαρτητοποιώ
- κάνω κάποιον ή κάτι ανεξάρτητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξάρτητος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο ημερολόγιο Μη χάνεσαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξαρτητοποιώ — ποίησα, ποιήθηκα, ποιημένος, κάνω κάποιον ανεξάρτητο, αυτοτελή: Χρόνια αγωνίστηκαν για να ανεξαρτητοποιήσουν τη χώρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ανεξάρτητος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Π.Κ. Παντελή από το 1842 έως το 1855 και το 1857 58. Η εφημερίδα αυτή υποστήριξε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη και ήταν υπέρ της παραχώρησης συντάγματος. 2. Ημερήσια, που… … Dictionary of Greek